εφτάζυμος

εφτάζυμος
-η, -ο
1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια
2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί)
το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό-ζυμος κατά παρετυμολογία από το εφτά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επτάζυμος — βλ. εφτάζυμος …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”