- εφτάζυμος
- -η, -ο1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί)το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό-ζυμος κατά παρετυμολογία από το εφτά].
Dictionary of Greek. 2013.